- νουθετητής
- ο (ΑΜ νουθετητής) [νουθετώ]αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύειαρχ.ως επίθ. παραινετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουθετητής — monitor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετηταί — νουθετητής monitor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητήν — νουθετητής monitor masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητῶν — νουθετητής monitor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητάς — νουθετητά̱ς , νουθετητής monitor masc acc pl νουθετητά̱ς , νουθετητής monitor masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nuthetes — Vertebrata Nuthetes Temporal range: Early Cretaceous, 143 Ma … Wikipedia
νουθετητικός — νουθετητικός, ή, όν (Α) [νουθετητής] παραινετικός, συμβουλευτικός («διὰ λόγον νουθετητικόν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
παραινέτης — ο, ΝΜΑ [παραινώ] 1. άτομο που διδάσκει και διαφωτίζει σχετικά με αυτό που πρέπει να γίνει, σύμβουλος, νουθετητής, συμβουλάτορας 2. αυτός που εμψυχώνει, που ενθαρρύνει αρχ. φρ. «παραινέτης γυναικῶν» μτφ. αυτός που πείθει, που σαγηνεύει τις… … Dictionary of Greek